ἐκτελουμένη

ἐκτελουμένη
ἐκτελέω
bring to an end
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
ἐκτελέω
bring to an end
fut part mid fem nom/voc sg (attic epic)
ἐκτελέω
bring to an end
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Greek Junta Trials — The Greek Junta Trials ( el. Οι Δίκες της Χούντας translated as: The Τrials of the Junta) were the trials involving members of the military junta which ruled Greece from 21 April 1967 to 23 July 1974. These trials involved the instigators of the… …   Wikipedia

  • κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… …   Dictionary of Greek

  • μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… …   Dictionary of Greek

  • ορχεορραφία — η ιατρ. κάθε ραφή εκτελούμενη στους όρχεις κατά τις διάφορες εγχειρήσεις σ αυτούς …   Dictionary of Greek

  • πολυφωνία — Συνήχηση και συνδυασμός σε μια ηχητική ενότητα δύο ή περισσότερων μελωδικών γραμμών (φωνών ή μερών), που διατηρούν τουλάχιστο τη μελωδική, συχνά και τη ρυθμική τους ανεξαρτησία, και διέπονται από τους κανόνες της αντίστιξης, όπως αυτοί… …   Dictionary of Greek

  • τοπεκτομή — η, Ν ιατρ. ψυχοχειρουργική επέμβαση που συνίσταται στην αφαίρεση ορισμένων περιοχών εγκεφαλικού φλοιού, εκτελούμενη αντί τής προμετωπιαίας λοβοτομής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. topectomy < τόπος + εκτομή] …   Dictionary of Greek

  • φαγκότο — (Μουσ.). Στα ελληνικά λέγεται βαρύαυλος. Το βαθύτερο από τα πνευστά μουσικά όργανα της ομάδας των ξύλινων. Με διπλό επιστόμιο και κωνικό σωλήνα, το φ. έχει μεγάλη έκταση και μεγάλη ποικιλία ηχητικού όγκου, αν και διατηρεί σε όλη την έκταση τα… …   Dictionary of Greek

  • φωτομακρογράφηση — η, Ν (φωτογρ.) φωτογράφηση πολύ μικρού αντικειμένου, εκτελούμενη σε κλίμακα παραπλήσια, λίγο κατώτερη ή λίγο ανώτερη τής μονάδας, αλλ. μακροφωτογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photomacrographie] …   Dictionary of Greek

  • στάρι ή σιτάρι — (Τρίτικον ή Σίτος ο κοινός). Το πιο γνωστό και διαδομένο από τα γεωργικά φυτά. Το σπέρμα του αποτελεί τη βάση της διατροφής του μεγαλύτερου μέρους των πολιτισμένων λαών και το ξηρό στέλεχος του (το άχυρο) χρησιμοποιείται για τροφή και στρωμνή των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”